- σινί
- το-ιού (λ. τουρκ.), μεγάλο χάλκινο ταψί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σινί — το, Ν στρογγυλός μεγάλος χάλκινος ή σιδερένιος δίσκος που χρησιμοποιείται ως ταψί για ψήσιμο ή ως δίσκος για σερβίρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινίον «κόσκινο» (πρβλ. και τουρκ. sini)] … Dictionary of Greek
σικάρω — Ν οργανώνω αγώνες σικέ, με μυστικά προσυμφωνημένο και προκαθορισμένο αποτέλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σικέ, κατά τα ρ. σε άρω (πρβλ. σινι άρω)] … Dictionary of Greek
σουπάρω — και σουπέρνω Ν παραθέτω ή παίρνω σουπέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουπέ κατά τα ρ. σε άρω / (ε)ρνω (πρβλ. σινιέ: σινι άρω)] … Dictionary of Greek
Γκιγιόμ ντε Σεν Τιερί — (Guillaume de Saint Thierry, 1085 – 1148). Γάλλος Βενεδικτίνος μοναχός και θεολόγος, φλαμανδικής καταγωγής. Διετέλεσε εφημέριος του Σεν Τιερί, που βρισκόταν στην περιοχή της Ρενς. Συνδέθηκε με τον άγιο Βερνάρδο του Κλερβό και, υπό την επίδρασή… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek